τσόχα

τσόχα
feutre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τσόχα — η, Ν 1. είδος μάλλινου υφάσματος 2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα») β) η χαρτοπαιξία 3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» δεν έχω να χάσω τίποτε β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» λέγεται όταν… …   Dictionary of Greek

  • τσόχα — η (λ. τουρκ.) 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα. 2. μτφ., πονηρός, κατεργάρης, πανούργος: Πρόσεχέ τον, είναι μια τσόχα αυτός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • τσόχινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τσόχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσόχα + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) …   Dictionary of Greek

  • ερέα — η (AM ἐρέα) νεοελλ. είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα) μσν. επίσημο αρχιερατικό ένδυμα αρχ. μσν. μαλλί, έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ ) «μαλλί» + επίθημα έα (πρβλ. αιγ έα)] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”